- Κράτητα
- Κράτηςneut nom/voc/acc plΚράτηςmasc/fem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
MESSOA — urbs Laconiae et tribus eiusdem. Steph. Sed pars fuit urbis Spartae, Salmasio, unde Alcmana fuisse, tradit Suidas, Α᾿λκμὰν Λάκων ἐκ Μεσσόας. κατὰ δὲ τὸν Κράτητα τῷ ὄντι Λυδὸς ἐκ Σαρδέων, Alcuman Laco ex Messoa, iuxta Cratetem vero revera Lydus ex … Hofmann J. Lexicon universale
θυρεπανοίκτης — θυρεπανοίκτης, ὁ (Α) 1. (για τον φιλόσοφο Κράτητα που γινόταν παντού ευχαρίστως δεκτός) αυτός για τον οποίο ανοίγονται όλες οι πόρτες 2. αυτός που παραβιάζει τις πόρτες 3. στον πληθ. οἱ θυρεπανοῑκται οι διαρρήκτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + επ… … Dictionary of Greek
κρατητός — ή, ό (Α κρατητός, ή, όν) [κρατώ] αυτός που συγκρατείται από άλλον ή αυτός που συγκρατεί τον εαυτό του αρχ. αυτός που μπορεί κανείς να τόν νικήσει. επίρρ... κρατητά με πολλή προσοχή, συγκρατημένα, σιγά σιγά … Dictionary of Greek
παρμενίσκος — Έλληνας γραμματικός που έζησε τον 1o αι.π.Χ. Είχε γράψει σχόλια για τον Όμηρο τον Άρατο και τους τραγικούς. Ήταν επίσης μυθογράφος. Το μόνο γνωστό σύγγραμμά του είναι το Προς Κράτητα. * * * ὁ, Α κόσμημα τής θύρας … Dictionary of Greek